- χαροκοπίστρα
- η, Ν1. αυτή που τής αρέσει να διασκεδάζει, να γλεντά2. παροιμ. «Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα» — δηλώνει ότι, όταν κάποιος γλεντά αλόγιστα και χωρίς μέτρο, την επομένη μετανιώνει, διότι έχει μείνει απένταρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκοπώ + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. μοιρολογ-ίστρα].
Dictionary of Greek. 2013.